ἄρουρα

ἄρουρα
ᾰρουρα (-α, -ας, -αν; -αι, -αις, -αισιν))
a soil, earth pl. fieldsἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” (= βώλακα v. 37) P. 4.34

τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9

ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39

εἰ καί τι Διωνύσου ἄρο[υρ]α φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

b generally, lands, estates εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει i. e. the land of Akragas O. 2.14

ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (Hermann: -αισι codd.) P. 4.255 ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (ἐν τοῖς Πυθίοις. Σ.) P. 11.15 Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8

γαρύσομαι τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35

ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρού[ραις] ἵππους Μυρμιδόνων in Phthia Pae. 6.106
c met.

ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρούρᾳ — ἀρούρᾱͅ , ἄρουρα a ro u ra i fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρουρα — a ro u ra i fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρουρα — η (AM ἄρουρα) 1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή 2. τα χωράφια, οι αγροί 3. η γη, το έδαφος 4. το χώμα 5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο 6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ ya < (αθέμ …   Dictionary of Greek

  • ἀρούρας — ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem acc pl ἀρούρᾱς , ἄρουρα a ro u ra i fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουράων — ἀρουρά̱ων , ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουρέων — ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρουρῶν — ἄρουρα a ro u ra i fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραις — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραισι — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούραισιν — ἄρουρα a ro u ra i fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρούρης — ἄρουρα a ro u ra i fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”